- αζωγράφιστος
- αζωγράφιστος, -η, -ο και αζωγράφητος, -η, -οαυτός που δεν είναι ζωγραφισμένος, διακοσμημένος: Παντού υπήρχαν ζωγραφιές· μόνο το ταβάνι ήταν αζωγράφιστο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.